Μετάβαση στο περιεχόμενο

δράπανο

Από Βικιλεξικό
δράπανο χειρός με επαναφορτιζόμενη μπαταρία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δράπανο τα δράπανα
      γενική του δράπανου
& δραπάνου
των δράπανων
& δραπάνων
    αιτιατική το δράπανο τα δράπανα
     κλητική δράπανο δράπανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δράπανο < αρχαία ελληνική δράπανον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δράπανο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]