δυσαρίθμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσαρίθμητος < (ελληνιστική κοινή) δυσαρίθμητος
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσαρίθμητος, -η, -ο
- (λόγιο) που είναι δύσκολο να τον (απ)αριθμήσουμε, να τον μετρήσουμε
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσαρίθμητος
|