δυσεπίτευκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσεπίτευκτος < δυσ- + επιτυγχάνω (παθ. αόρ. επιτεύχθηκα) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσεπίτευκτος, -η, -ο
- που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσεπίτευκτος
|