δυσθεράπευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσθεράπευτος η δυσθεράπευτη το δυσθεράπευτο
      γενική του δυσθεράπευτου της δυσθεράπευτης του δυσθεράπευτου
    αιτιατική τον δυσθεράπευτο τη δυσθεράπευτη το δυσθεράπευτο
     κλητική δυσθεράπευτε δυσθεράπευτη δυσθεράπευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσθεράπευτοι οι δυσθεράπευτες τα δυσθεράπευτα
      γενική των δυσθεράπευτων των δυσθεράπευτων των δυσθεράπευτων
    αιτιατική τους δυσθεράπευτους τις δυσθεράπευτες τα δυσθεράπευτα
     κλητική δυσθεράπευτοι δυσθεράπευτες δυσθεράπευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσθεράπευτος < δυσ- + θεραπεύω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσθεράπευτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]