δυσπαράπλευστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσπαράπλευστος < δυσ- + παράπλευστος
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσπαράπλευστος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) αυτός που δεν παραπλέεται εγγύτατα με ασφάλεια, λόγω φυσικών κινδύνων, π.χ. αβαθή, ξέρες, ύφαλοι, ρεύματα κ.λπ.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρήση γίνεται περισσότερο για στενά, διαύλους, νησιά, ακρωτήρια κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσπαράπλευστος
|