δυσπαράπλευστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσπαράπλευστος η δυσπαράπλευστη το δυσπαράπλευστο
      γενική του δυσπαράπλευστου της δυσπαράπλευστης του δυσπαράπλευστου
    αιτιατική τον δυσπαράπλευστο τη δυσπαράπλευστη το δυσπαράπλευστο
     κλητική δυσπαράπλευστε δυσπαράπλευστη δυσπαράπλευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσπαράπλευστοι οι δυσπαράπλευστες τα δυσπαράπλευστα
      γενική των δυσπαράπλευστων των δυσπαράπλευστων των δυσπαράπλευστων
    αιτιατική τους δυσπαράπλευστους τις δυσπαράπλευστες τα δυσπαράπλευστα
     κλητική δυσπαράπλευστοι δυσπαράπλευστες δυσπαράπλευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσπαράπλευστος < δυσ- + παράπλευστος

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσπαράπλευστος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρήση γίνεται περισσότερο για στενά, διαύλους, νησιά, ακρωτήρια κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]