παράπλευστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράπλευστος < παρά(πλους) + πλευστός
Επίθετο[επεξεργασία]
παράπλευστος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος) αυτός που παραπλέεται εγγύτατα με ασφάλεια, χωρίς φυσικούς κινδύνους, π.χ. ξέρες, υφάλους, ρεύματα κ.λπ.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρήση γίνεται περισσότερο για στενά, διαύλους, νησιά, ακρωτήρια κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράπλευστος
|