εγχειρηματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγχειρηματικός η εγχειρηματική το εγχειρηματικό
      γενική του εγχειρηματικού της εγχειρηματικής του εγχειρηματικού
    αιτιατική τον εγχειρηματικό την εγχειρηματική το εγχειρηματικό
     κλητική εγχειρηματικέ εγχειρηματική εγχειρηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγχειρηματικοί οι εγχειρηματικές τα εγχειρηματικά
      γενική των εγχειρηματικών των εγχειρηματικών των εγχειρηματικών
    αιτιατική τους εγχειρηματικούς τις εγχειρηματικές τα εγχειρηματικά
     κλητική εγχειρηματικοί εγχειρηματικές εγχειρηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγχειρηματικός < εγχείρημα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εγχειρηματικός

  1. ο σχετικός με εγχείρημα
    ο εγχειρηματικός ορισμός είναι ο πρακτικός οδηγός που την συνδέει με την παρατήρηση και περιγράφει με σχετικά απλό τρόπο, πότε ..
    ακόμα κι αν ο τίτλος είναι αρκετά διασαφηνιστικός, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον εγχειρηματικό ορισμό της κατηγορίας ειδικότερα αν έχουμε συνεργάτες παρατηρητές[1]
    Ο εργαλειακός-εγχειρηματικός χαρακτήρας της νομικο-λογικής εξουσίας, επιβάλλει στη διοίκηση τον προγραμματισμό, τη σαφή διατύπωση των επιδιωκόμενων.. (Γνωρίσματα και αδυναμίες της Δημόσιας Γραφειοκρατίας και του Δημόσιου Management, D. Papadopoulos [2])
    Σπήλαιο Αλεπότρυπα. Η εγχειρηματική αλυσίδα του οψιανού και οι τύποι των εργαλείων Κourtessi-Philippakis G., 2011. στο Γ. Παπαθανασόπουλος, Το Νεολιθικό Διρό. Αθήνα, Εκδ. Μέλισσα, 81-93. (chaîne opératoire)
    Η προσέγγισή μας δίδει ιδιαίτερο βάρος στη μελέτη των εγχειρηματικών αλυσίδων κατασκευής εργαλείων.. Η Κατώτερη και Μέση Παλαιολιθική Εποχή στη Μαδρίτη, Ισπανία: Πρόσφατες ανακαλύψεις [3], Baena-Preysler Javier, 4 Απριλίου 2016

Μεταφράσεις[επεξεργασία]