εθνομηδενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθνομηδενισμός < έθνος + -ο- + μηδενισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εθνομηδενισμός αρσενικό
- άρνηση ή υποτίμηση της αξίας ή της ύπαρξης του έθνους στο οποίο κάποιος ανήκει ή των εθνών γενικότερα, πεποίθηση ότι αυτό ή αυτά είναι τεχνητοί και ανεπιθύμητοι σχηματισμοί
- έλλειψη πατριωτισμού ή εθνικής συνείδησης
- εναντίωση στα εθνικά συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνεται ο εθνικισμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εθνομιδενιστής
- εθνομηδενιστικά
- εθνομηδενιστικός
- εθνομηδενίστρια
- → δείτε τις λέξεις έθνος, μηδενίζω και μηδέν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθνομηδενισμός
|