ειλητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ειλητό | τα | ειλητά |
γενική | του | ειλητού | των | ειλητών |
αιτιατική | το | ειλητό | τα | ειλητά |
κλητική | ειλητό | ειλητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειλητό < (ελληνιστική κοινή) εἰλητός < αρχαία ελληνική εἰλέω < εἴλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειλητό ουδέτερο
- (θρησκεία) λινό ύφασμα που καλύπτει την αγία τράπεζα, πάνω στο οποίο υπάρχει η εικόνα του τάφου του Χριστού
- ειλητάριο (είδος βιβλίου από διάφορα υλικά (περγαμηνή, πάπυρο, χαρτί), τυλιγμένο γύρω από έναν άξονα. Διαβάζεται σε κάθετη ή (σπανιότερα) οριζόντια διάταξη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ειλητό