εισδοχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἰσδοχή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισδοχή οι εισδοχές
      γενική της εισδοχής των εισδοχών
    αιτιατική την εισδοχή τις εισδοχές
     κλητική εισδοχή εισδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισδοχή < αρχαία ελληνική εἰσδοχή < εἰς + δέχομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iz.ðoˈçi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εισδοχή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]