εκμεταλλευόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκμεταλλευόμενος μετοχή ενεστώτα του εκμεταλλεύομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]εκμεταλλευόμενος,η,ο
- εκείνος που εκμεταλλεύεται κάτι εις βάρος άλλων, ο εκμεταλλευτής, αλλά σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή σε σχέση με άλλη πράξη, που κατάφερε κάτι με το να εκμεταλλεύεται
- Αγόρασε πολλά ακίνητα κοψοχρονιά εκμεταλλευόμενος την κρίση ακινήτων
- που έχει την εκμετάλλευση μιας δραστηριότητας, επιχείρησης ή ακινήτου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκμεταλλευόμενος