ελληνικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ελληνικοποιημένος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει μετατραπεί στα ελληνικά
- ※ Έχει χρησιμοποιηθεί και ο ελληνικοποιημένος όρος «περμακουλτούρα» (Διδακτορική Διατριβή Μαρίας Κοκουβά, Λάρισα, 2011 [1])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελληνικοποιημένος
|