ελληνικοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνικοποιημένος η ελληνικοποιημένη το ελληνικοποιημένο
      γενική του ελληνικοποιημένου της ελληνικοποιημένης του ελληνικοποιημένου
    αιτιατική τον ελληνικοποιημένο την ελληνικοποιημένη το ελληνικοποιημένο
     κλητική ελληνικοποιημένε ελληνικοποιημένη ελληνικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνικοποιημένοι οι ελληνικοποιημένες τα ελληνικοποιημένα
      γενική των ελληνικοποιημένων των ελληνικοποιημένων των ελληνικοποιημένων
    αιτιατική τους ελληνικοποιημένους τις ελληνικοποιημένες τα ελληνικοποιημένα
     κλητική ελληνικοποιημένοι ελληνικοποιημένες ελληνικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελληνικοποιημένος < ελληνικός + ποιημένος

Μετοχή[επεξεργασία]

ελληνικοποιημένος, -η, -ο

  1. (σπάνιο) που έχει μετατραπεί στα ελληνικά
    ※  Έχει χρησιμοποιηθεί και ο ελληνικοποιημένος όρος «περμακουλτούρα» (Διδακτορική Διατριβή Μαρίας Κοκουβά, Λάρισα, 2011 [1])

Συγγενικά[επεξεργασία]

ελληνοποιημένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]