ελληνοαφρικανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνοαφρικανός η ελληνοαφρικανή το ελληνοαφρικανό
      γενική του ελληνοαφρικανού της ελληνοαφρικανής του ελληνοαφρικανού
    αιτιατική τον ελληνοαφρικανό την ελληνοαφρικανή το ελληνοαφρικανό
     κλητική ελληνοαφρικανέ ελληνοαφρικανή ελληνοαφρικανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνοαφρικανοί οι ελληνοαφρικανές τα ελληνοαφρικανά
      γενική των ελληνοαφρικανών των ελληνοαφρικανών των ελληνοαφρικανών
    αιτιατική τους ελληνοαφρικανούς τις ελληνοαφρικανές τα ελληνοαφρικανά
     κλητική ελληνοαφρικανοί ελληνοαφρικανές ελληνοαφρικανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελληνοαφρικανός < Έλληνας + Αφρικανός

Επίθετο[επεξεργασία]

ελληνοαφρικανός ή ελληνοαφρικάνος

  1. Έλληνας με αφρικανική καταγωγή
  2. Έλληνας που έχει ζήσει στην Αφρική ή έχει σχέση με αυτήν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]