εμπορευματογνωσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπορευματογνωσία οι εμπορευματογνωσίες
      γενική της εμπορευματογνωσίας των εμπορευματογνωσιών
    αιτιατική την εμπορευματογνωσία τις εμπορευματογνωσίες
     κλητική εμπορευματογνωσία εμπορευματογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπορευματογνωσία < εμπόρευμα + -ο- + -γνωσία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική commodity knowledge)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμπορευματογνωσία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]