ενδυματολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδυματολογικός η ενδυματολογική το ενδυματολογικό
      γενική του ενδυματολογικού της ενδυματολογικής του ενδυματολογικού
    αιτιατική τον ενδυματολογικό την ενδυματολογική το ενδυματολογικό
     κλητική ενδυματολογικέ ενδυματολογική ενδυματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδυματολογικοί οι ενδυματολογικές τα ενδυματολογικά
      γενική των ενδυματολογικών των ενδυματολογικών των ενδυματολογικών
    αιτιατική τους ενδυματολογικούς τις ενδυματολογικές τα ενδυματολογικά
     κλητική ενδυματολογικοί ενδυματολογικές ενδυματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδυματολογικός < ένδυμα, ενδυματικός + -ο- + -λογικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδυματολογικός

  1. ενδυματικός· που αφορά τον ρουχισμό (άμεσα)
  2. που αφορά την ενδυματολογία (έμμεσα τα ρούχα και άμεσα αναλύσεις για τον ρουχισμό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]