ενδυματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδυματολογικός < ένδυμα, ενδυματικός + -ο- + -λογικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδυματολογικός
- ενδυματικός· που αφορά τον ρουχισμό (άμεσα)
- που αφορά την ενδυματολογία (έμμεσα τα ρούχα και άμεσα αναλύσεις για τον ρουχισμό)