ενσπέρματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενσπέρματος < ελληνιστική κοινή ἐνσπέρματος
Επίθετο[επεξεργασία]
ενσπέρματος
- (βοτανική) άλλη μορφή του ένσπερμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σπέρμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενσπέρματος
|