εξάωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξάωρος | η | εξάωρη | το | εξάωρο |
γενική | του | εξάωρου | της | εξάωρης | του | εξάωρου |
αιτιατική | τον | εξάωρο | την | εξάωρη | το | εξάωρο |
κλητική | εξάωρε | εξάωρη | εξάωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξάωροι | οι | εξάωρες | τα | εξάωρα |
γενική | των | εξάωρων | των | εξάωρων | των | εξάωρων |
αιτιατική | τους | εξάωρους | τις | εξάωρες | τα | εξάωρα |
κλητική | εξάωροι | εξάωρες | εξάωρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξάωρος, -η, -ο
- που διαρκεί έξι ώρες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξάωρος