Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
εξαναγκαστικός
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαναγκαστικ
ός
η
εξαναγκαστικ
ή
το
εξαναγκαστικ
ό
γενική
του
εξαναγκαστικ
ού
της
εξαναγκαστικ
ής
του
εξαναγκαστικ
ού
αιτιατική
τον
εξαναγκαστικ
ό
την
εξαναγκαστικ
ή
το
εξαναγκαστικ
ό
κλητική
εξαναγκαστικ
έ
εξαναγκαστικ
ή
εξαναγκαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαναγκαστικ
οί
οι
εξαναγκαστικ
ές
τα
εξαναγκαστικ
ά
γενική
των
εξαναγκαστικ
ών
των
εξαναγκαστικ
ών
των
εξαναγκαστικ
ών
αιτιατική
τους
εξαναγκαστικ
ούς
τις
εξαναγκαστικ
ές
τα
εξαναγκαστικ
ά
κλητική
εξαναγκαστικ
οί
εξαναγκαστικ
ές
εξαναγκαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
εξαναγκαστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
εξαναγκαστικός
, -ή, -ό
που
εξαναγκάζει
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
εξαναγκαστικός
αγγλικά
:
forcible
(en)
γαλλικά
:
contraignant
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
εξαναγκαστικός
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος