εξκουβίτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξκουβίτορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξκουβίτωρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eks.kuˈvi.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εξ‐κου‐βί‐το‐ρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξκουβίτορας αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Παπαγεωργίου Αγγελική, Στρατιωτικά σώματα και οργάνωση της άμυνας στην Κωνσταντινούπολη, 2008, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη - Δείτε ἐξκουβίτωρ
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)