εξοφλητήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξοφλητήριος η εξοφλητήρια το εξοφλητήριο
      γενική του εξοφλητήριου της εξοφλητήριας του εξοφλητήριου
    αιτιατική τον εξοφλητήριο την εξοφλητήρια το εξοφλητήριο
     κλητική εξοφλητήριε εξοφλητήρια εξοφλητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξοφλητήριοι οι εξοφλητήριες τα εξοφλητήρια
      γενική των εξοφλητήριων των εξοφλητήριων των εξοφλητήριων
    αιτιατική τους εξοφλητήριους τις εξοφλητήριες τα εξοφλητήρια
     κλητική εξοφλητήριοι εξοφλητήριες εξοφλητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξοφλητήριος < εξοφλώ + -τήριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξοφλητήριος ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του εξοφλητικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εξοφλητήριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]