εξωβρογχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωβρογχικός η εξωβρογχική το εξωβρογχικό
      γενική του εξωβρογχικού της εξωβρογχικής του εξωβρογχικού
    αιτιατική τον εξωβρογχικό την εξωβρογχική το εξωβρογχικό
     κλητική εξωβρογχικέ εξωβρογχική εξωβρογχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωβρογχικοί οι εξωβρογχικές τα εξωβρογχικά
      γενική των εξωβρογχικών των εξωβρογχικών των εξωβρογχικών
    αιτιατική τους εξωβρογχικούς τις εξωβρογχικές τα εξωβρογχικά
     κλητική εξωβρογχικοί εξωβρογχικές εξωβρογχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωβρογχικός < εξω- + βρογχικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξωβρογχικός, -ή, -ό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]