επιδιασκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιδιασκόπιο τα επιδιασκόπια
      γενική του επιδιασκόπιου
επιδιασκοπίου
των επιδιασκόπιων
επιδιασκοπίων
    αιτιατική το επιδιασκόπιο τα επιδιασκόπια
     κλητική επιδιασκόπιο επιδιασκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
επιδιασκόπιο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδιασκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epidiascope < αρχαία ελληνική ἐπί + διά + σκοπέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιδιασκόπιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]