επισκεψιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισκεψιμότητα < επισκέψιμος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισκεψιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ποσότητα των επισκεπτών σε κάποιο χώρο (υλικό ή εικονικό) ανά μονάδα χρόνου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επισκέψιμος, επισκέπτομαι και σκέπτομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισκεψιμότητα