επιστολιμαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιστολιμαίος < ελληνιστική κοινή ἐπιστολιμαῖος
Επίθετο
[επεξεργασία]επιστολιμαίος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιστολιμαίος
|