ετερόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερόφωνος, -η, -ο
- ο αλλόγλωσσος
- (γραμματικά, γλωσσολογικά, μουσικά) ο ανήκων σε άλλη φωνή
- ο διαφωνών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερόφωνος
|