ετερόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόφωνος η ετερόφωνη το ετερόφωνο
      γενική του ετερόφωνου της ετερόφωνης του ετερόφωνου
    αιτιατική τον ετερόφωνο την ετερόφωνη το ετερόφωνο
     κλητική ετερόφωνε ετερόφωνη ετερόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόφωνοι οι ετερόφωνες τα ετερόφωνα
      γενική των ετερόφωνων των ετερόφωνων των ετερόφωνων
    αιτιατική τους ετερόφωνους τις ετερόφωνες τα ετερόφωνα
     κλητική ετερόφωνοι ετερόφωνες ετερόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετερόφωνος < έτερος + φωνή

Επίθετο[επεξεργασία]

ετερόφωνος, -η, -ο

  1. ο αλλόγλωσσος
  2. (γραμματικά, γλωσσολογικά, μουσικά) ο ανήκων σε άλλη φωνή
  3. ο διαφωνών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]