εφέστιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφέστιος η εφέστια το εφέστιο
      γενική του εφέστιου της εφέστιας του εφέστιου
    αιτιατική τον εφέστιο την εφέστια το εφέστιο
     κλητική εφέστιε εφέστια εφέστιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφέστιοι οι εφέστιες τα εφέστια
      γενική των εφέστιων των εφέστιων των εφέστιων
    αιτιατική τους εφέστιους τις εφέστιες τα εφέστια
     κλητική εφέστιοι εφέστιες εφέστια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφέστιος < αρχαία ελληνική ἐφέστιος < ἐπί + ἑστία

Επίθετο[επεξεργασία]

εφέστιος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • εφέστιοι θεοί:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]