εφέστιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εφέστιος | η | εφέστια | το | εφέστιο |
γενική | του | εφέστιου | της | εφέστιας | του | εφέστιου |
αιτιατική | τον | εφέστιο | την | εφέστια | το | εφέστιο |
κλητική | εφέστιε | εφέστια | εφέστιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εφέστιοι | οι | εφέστιες | τα | εφέστια |
γενική | των | εφέστιων | των | εφέστιων | των | εφέστιων |
αιτιατική | τους | εφέστιους | τις | εφέστιες | τα | εφέστια |
κλητική | εφέστιοι | εφέστιες | εφέστια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφέστιος < αρχαία ελληνική ἐφέστιος < ἐπί + ἑστία
Επίθετο[επεξεργασία]
εφέστιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εστία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εφέστιοι θεοί:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφέστιος
|