εφεσίβλητος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]εφεσίβλητος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφεσίβλητος
εφεσίβλητος, -η, -ο