εὐλογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐλογίᾱ | αἱ | εὐλογίαι |
γενική | τῆς | εὐλογίᾱς | τῶν | εὐλογιῶν |
δοτική | τῇ | εὐλογίᾳ | ταῖς | εὐλογίαις |
αιτιατική | τὴν | εὐλογίᾱν | τὰς | εὐλογίᾱς |
κλητική ὦ! | εὐλογίᾱ | εὐλογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐλογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐλογίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εὐλογία θηλυκό
- η καλλιλογία
- ※ εὐλογία ἄρα καὶ εὐαρμοστία καὶ εὐσχημοσύνη καὶ εὐρυθμία (Πλάτων, Πολιτεία, 3, 400d)
- έπαινος
- ※ εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι. (Πϊνδαρος, Ισθμιόνικοι, 3)
- Αν κάποιος άντρας έχει καλή τύχη είτε σε αθλητικούς αγώνες που προσφέρουν δόξα είτε από τη δύναμη του πλούτου του και όμως συγκρατεί μεσα στην ψυχή του την ατελεύτητη φιλοδοξία, αυτός αξίζει να έχει τον έπαινο από τους συμπολίτες του
- ※ καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ᾽ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς (Θουκυδίδης, 2.42)
- ※ εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι. (Πϊνδαρος, Ισθμιόνικοι, 3)
- (ελληνιστική σημασία στην Αγία Γραφή)
- χρηματική εισφορά
- ευλογία (με τη σημερινή σημασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- εὐλογία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐλογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ευλογώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εὐ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)