ζαρίφης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ζαρίφης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαρίφης οι ζαρίφηδες
      γενική του ζαρίφη των ζαρίφηδων
    αιτιατική τον ζαρίφη τους ζαρίφηδες
     κλητική ζαρίφη ζαρίφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαρίφης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zarif + -ης < αραβική ظريف (ẓarīf: κομψός) < ρίζα ظ ر ف‎ (ẓ-r-f)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zaˈɾi.fis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐ρί‐φης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαρίφης αρσενικό (θηλυκό ζαρίφισσα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]