ζωγραφιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωγραφιώτικος η ζωγραφιώτικη το ζωγραφιώτικο
      γενική του ζωγραφιώτικου της ζωγραφιώτικης του ζωγραφιώτικου
    αιτιατική τον ζωγραφιώτικο τη ζωγραφιώτικη το ζωγραφιώτικο
     κλητική ζωγραφιώτικε ζωγραφιώτικη ζωγραφιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωγραφιώτικοι οι ζωγραφιώτικες τα ζωγραφιώτικα
      γενική των ζωγραφιώτικων των ζωγραφιώτικων των ζωγραφιώτικων
    αιτιατική τους ζωγραφιώτικους τις ζωγραφιώτικες τα ζωγραφιώτικα
     κλητική ζωγραφιώτικοι ζωγραφιώτικες ζωγραφιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωγραφιώτικος < Ζωγραφιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zo.ɣɾaˈfço.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐γρα‐φιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

ζωγραφιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με του Ζωγράφου ή τους κατοίκους του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]