ζωντανοπεθαμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζωντανοθαμμένος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωντανοπεθαμένος η ζωντανοπεθαμένη το ζωντανοπεθαμένο
      γενική του ζωντανοπεθαμένου της ζωντανοπεθαμένης του ζωντανοπεθαμένου
    αιτιατική τον ζωντανοπεθαμένο τη ζωντανοπεθαμένη το ζωντανοπεθαμένο
     κλητική ζωντανοπεθαμένε ζωντανοπεθαμένη ζωντανοπεθαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωντανοπεθαμένοι οι ζωντανοπεθαμένες τα ζωντανοπεθαμένα
      γενική των ζωντανοπεθαμένων των ζωντανοπεθαμένων των ζωντανοπεθαμένων
    αιτιατική τους ζωντανοπεθαμένους τις ζωντανοπεθαμένες τα ζωντανοπεθαμένα
     κλητική ζωντανοπεθαμένοι ζωντανοπεθαμένες ζωντανοπεθαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωντανοπεθαμένος < ζωντανό(ς) + πεθαμένος

Επίθετο[επεξεργασία]

ζωντανοπεθαμένος -η, -ο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]