ζωογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωογόνος | η | ζωογόνος & ζωογόνα |
το | ζωογόνο |
γενική | του | ζωογόνου | της | ζωογόνου & ζωογόνας |
του | ζωογόνου |
αιτιατική | τον | ζωογόνο | τη | ζωογόνο & ζωογόνα |
το | ζωογόνο |
κλητική | ζωογόνε | ζωογόνε & ζωογόνα |
ζωογόνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωογόνοι | οι | ζωογόνοι & ζωογόνες |
τα | ζωογόνα |
γενική | των | ζωογόνων | των | ζωογόνων | των | ζωογόνων |
αιτιατική | τους | ζωογόνους | τις | ζωογόνους & ζωογόνες |
τα | ζωογόνα |
κλητική | ζωογόνοι | ζωογόνοι & ζωογόνες |
ζωογόνα | |||
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωογόνος < ζω(ή) + -ο- + -γόνος (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
[επεξεργασία]ζωογόνος, -α/-ος, -ο
- που δίνει ζωή
- αναζωογονητικός, τονωτικός