ζύγιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζύγιση | οι | ζυγίσεις |
γενική | της | ζύγισης* | των | ζυγίσεων |
αιτιατική | τη | ζύγιση | τις | ζυγίσεις |
κλητική | ζύγιση | ζυγίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζυγίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζύγιση θηλυκό η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ζυγίζω