θαλασσοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαλασσοθεραπεία < θαλασσο- + -θεραπεία λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική thalassothérapie[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θαλασσοθεραπεία θηλυκό
- θεραπευτική πρακτική με θαλάσσια λουτρά, ή παραμονή σε παραθαλάσσιο τόπο
- (ειδικότερα) η θεραπεία για διάφορες παθήσεις που βασίζεται στην εκμετάλλευση των ευεργετικών ιδιοτήτων του θαλασσινού νερού και άλλων στοιχείων συνδυασμένων με τη θάλασσα (π.χ. φύκια, αλάτι, λάσπη από θαλασσινό νερό κ.λπ.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαλασσοθεραπεία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θαλασσο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεραπεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)