θαλασσόχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θαλασσόχρωμος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα της θάλασσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλασσόχρωμος
|