θερμογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμογραφικός < θερμογράφος / θερμογραφ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το θερμογράφο ή τη θερμογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θερμογράφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμογραφικός
|