θερμοπηγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ισλανδία: Η θερμοπηγή με τη μεγαλύτερη ροή στην "Ευρώπη"
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοπηγή οι θερμοπηγές
      γενική της θερμοπηγής των θερμοπηγών
    αιτιατική τη θερμοπηγή τις θερμοπηγές
     κλητική θερμοπηγή θερμοπηγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θερμοπηγή < θερμή πηγή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θερμοπηγή θηλυκό

  • η πηγή που βγάζει ζεστό νερό
  • συχνά τα ιαματικά νερά, τα ιαματικά λουτρά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]