θεόπλαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόπλαστος η θεόπλαστη το θεόπλαστο
      γενική του θεόπλαστου της θεόπλαστης του θεόπλαστου
    αιτιατική τον θεόπλαστο τη θεόπλαστη το θεόπλαστο
     κλητική θεόπλαστε θεόπλαστη θεόπλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόπλαστοι οι θεόπλαστες τα θεόπλαστα
      γενική των θεόπλαστων των θεόπλαστων των θεόπλαστων
    αιτιατική τους θεόπλαστους τις θεόπλαστες τα θεόπλαστα
     κλητική θεόπλαστοι θεόπλαστες θεόπλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεόπλαστος < θεός + πλαστός

Επίθετο[επεξεργασία]

θεόπλαστος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]