θηρεύσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θηρεύσιμος < αρχαία ελληνική
Επίθετο[επεξεργασία]
θηρεύσιμος, -η, -ο
- που μπορείς ή επιτρέπεται να τον κυνηγήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηρεύσιμος
|