ιαγουάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιαγουάρος < πορτογαλική jaguar < τούπι yaguara (σκύλος, θηρίο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιαγουάρος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μεγάλο αιλουροειδές της Αμερικής του είδους Panthera onca
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ιαγουάρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα τούπι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)