ιδιοπροσωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοπροσωπία < ελληνιστική κοινή ἰδιοπροσωπία < ἰδιοπρόσωπος < αρχαία ελληνική ἴδιος + πρόσωπον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιοπροσωπία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιαιτερότητα στην έκφραση του προσώπου κάποιου
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) η ιδιαιτερότητα, η ιδιαίτερη φυσιογνωμία ή χαρακτήρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοπροσωπία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)