ιξός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιξός | οι | ιξοί |
γενική | του | ιξού | των | ιξών |
αιτιατική | τον | ιξό | τους | ιξούς |
κλητική | ιξέ | ιξοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιξός < αρχαία ελληνική ἰξός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιξός αρσενικό
- (βοτανική) το δηλητηριώδες ημιπαρασιτικό φυτό viscum album γνωστό και ως μελιάς
- η κολλώδης ουσία που περιέχουν οι καρποί του.
«ἡ Πενία δ᾽ ἔμπαλιν ἰξώδης τε καὶ εὐλαβὴς (ευκολόπιαστη) καὶ μυρία τὰ ἄγκιστρα ἐκπεφυκότα ἐξ ἅπαντος τοῦ σώματος ἔχουσα, ὡς πλησιάσαντας εὐθὺς ἔχεσθαι καὶ μὴ ἔχειν ῥᾳδίως ἀπολυθῆναι».Λουκιανός, Τίμων 29
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ιξώδες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ιξός στη Βικιπαίδεια