ισομετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισομετρικός η ισομετρική το ισομετρικό
      γενική του ισομετρικού της ισομετρικής του ισομετρικού
    αιτιατική τον ισομετρικό την ισομετρική το ισομετρικό
     κλητική ισομετρικέ ισομετρική ισομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισομετρικοί οι ισομετρικές τα ισομετρικά
      γενική των ισομετρικών των ισομετρικών των ισομετρικών
    αιτιατική τους ισομετρικούς τις ισομετρικές τα ισομετρικά
     κλητική ισομετρικοί ισομετρικές ισομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισομετρικός < ισομετρία / ισόμετρος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ισομετρικός

  1. που έχει σχέση με τον ισόμετρο ή την ισομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. άλλη μορφή του ισόμετρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]