ισομετρικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ισομετρικός
- που έχει σχέση με τον ισόμετρο ή την ισομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτά
- άλλη μορφή του ισόμετρος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ισόμετρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισομετρικός
|