ιχθυόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχθυόμορφος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἰχθυόμορφος. [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιχθυό- + -μορφος
Επίθετο[επεξεργασία]
ιχθυόμορφος, -η, -ο
- που μοιάζει με ψάρι
- ≈ συνώνυμα: ιχθυοειδής, ιχθυώδης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχθυόμορφος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «ἰχθυόμορφος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιχθυό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μορφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)