καΐλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καΐλα οι καΐλες
      γενική της καΐλας
    αιτιατική την καΐλα τις καΐλες
     κλητική καΐλα καΐλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καΐλα < καίω + -ίλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καΐλα θηλυκό

  1. (ιατρική) η καούρα
  2. καύσωνας
  3. στενοχώρια
  4. λαχτάρα, επιθυμία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]