κακαράντζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακαράντζα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική kâkârédzu (πβ. ρουμανικά căcărĕadză) < λατινική cacare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος caco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kakka
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακαράντζα θηλυκό
- (ιδιωματικό) τα περιττώματα, η κοπριά ορισμένων ζώων, όπως της κατσίκας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακαράντζα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)