κακογερασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
κακογερασμένος, -η, -ο < κακογερνώ, κακογερνάω + -σ- (από κακογέρασα) -μένος, -μένη, -μένο