κακουργιοδικείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακουργιοδικείο < κακουργί(α) + -ο- + -δικείο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.kuɾ.ʝi.o.ðiˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κουρ‐γι‐ο‐δι‐κεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακουργιοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) δικαστήριο όπου δικάζονται κακουργήματα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κακουργία
- κακουργιοδίκης
- → δείτε τις λέξεις κακούργος και δίκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακουργιοδικείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δικείο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)