καμπιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμπιώτικος η καμπιώτικη το καμπιώτικο
      γενική του καμπιώτικου της καμπιώτικης του καμπιώτικου
    αιτιατική τον καμπιώτικο την καμπιώτικη το καμπιώτικο
     κλητική καμπιώτικε καμπιώτικη καμπιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμπιώτικοι οι καμπιώτικες τα καμπιώτικα
      γενική των καμπιώτικων των καμπιώτικων των καμπιώτικων
    αιτιατική τους καμπιώτικους τις καμπιώτικες τα καμπιώτικα
     κλητική καμπιώτικοι καμπιώτικες καμπιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπιώτικος < Καμπιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kamˈbʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μπιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

καμπιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με οικισμό με όνομα Καμπιά ή Κάμπος ή τους κατοίκους του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]