καραγκούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καραγκούνα < Καραγκούνα < Καραγκούν(ης) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɡu.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐γκού‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καραγκούνα θηλυκό
- (σε επιθετική λειτουργία) Καραγκούνα & θηλυκό του καραγκούνης
- (χορός) είδος χορού
- (συνεκδοχικά) η στολή των καραγκούνηδων
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Καραγκούνης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καραγκούνα
|